- ἐλεγειακῶν
- ἐλεγειακόςelegiacfem gen plἐλεγειακόςelegiacmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
Παλλαδάς — Έλληνας επιγραμματοποιός που έζησε στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Ο Π. υπήρξε ο τελευταίος Έλληνας ποιητής που διακρίθηκε. Αντίθετα με το έργο άλλων ελεγειακών, το δικό του χαρακτηρίζεται από δύναμη που πηγάζει από πραγματικό… … Dictionary of Greek